 |
Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας (της Εύης Α. Παπαδοπούλου) |
της Εύης Α. Παπαδοπούλου
Προέδρου Περιφερειακής Επιτροπής Νεολαίας
Νότιας Ελλάδας και Νήσων
(Εισήγηση στην 3η Πανελλήνια Συνάντηση Ποντιακής Νεολαίας της Π.Ο.Ε.)
Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας είναι ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχολούν στις μέρες μας τη σύγχρονη Ευρώπη. Το ενδεχόμενο της ένταξης της Τουρκίας στους κόλπους της ενωμένης Ευρώπης έχει ανοίξει ένα μεγάλο κύκλο συζητήσεων και προβληματισμού για το αν πρέπει η Τουρκία να γίνει μέλος της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας. Πέρα από τους εύλογους ενδοιασμούς που προκαλεί το γεγονός ότι η Τουρκία γεωγραφικά είναι μια κατά βάση ασιατική χώρα – κάτι που θα οδηγούσε τα σύνορα της Ευρώπης στη Μέση Ανατολή – οι βασικές ενστάσεις που διατυπώνονται από τους επικριτές της Τουρκίας έχουν να κάνουν με το πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο της γειτονικής μας χώρας.
Όσον αφορά το πολιτιστικό κομμάτι, το μεγαλύτερο ποσοστό του τουρκικού πληθυσμού στα βάθη της Μικράς Ασίας, μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα της Κωνσταντινούπολης, της Άγκυρας, της Σμύρνης, ζει ακόμα κάτω από συνθήκες που θυμίζουν κοινωνίες παλαιότερων εποχών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η θέση της γυναίκας, που βρίσκεται σε πολύ υποδεέστερη θέση σε σχέση με αυτά που ισχύουν στην πολιτισμένη Ευρώπη. Η διαφορά της νοοτροπίας των Τούρκων γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στις χώρες που πήγαν μαζικά σαν μετανάστες, ειδικά στη Γερμανία. Εκεί οι τουρκικές κοινότητες αν και ευημερούν υλικά, δεν έχουν καταφέρει να αφομοιωθούν και να γίνουν μέτοχοι του πολιτισμού της χώρας που τις φιλοξενεί. Τα εγκλήματα τιμής στους κόλπους των Τούρκων μεταναστών ξενίζουν τις δυτικές κοινωνίες. Η θρησκεία, επίσης, παίζει σημαντικό ρόλο στη διάσταση μεταξύ ευρωπαίων και Τούρκων. Οι μουσουλμάνοι Τούρκοι δυσκολεύονται να προσαρμοστούν σε πολλές περιπτώσεις στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα, ενώ και οι Ευρωπαίοι από την πλευρά τους, τους αντιμετωπίζουν με δυσπιστία.
Ακόμα, όμως, και αν παραβλέψουμε τις πολιτιστικές διαφορές, το βασικό πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει μια ευρωτουρκική προσέγγιση είναι ο χαρακτήρας της τουρκικής δημοκρατίας. Η Τουρκία, παρά τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί τα τελευταία χρόνια, απέχει παρασάγγας από το να θεωρηθεί μια σύγχρονη δημοκρατία. Ο στρατός κατέχει ακόμα κεντρική θέση στα πολιτικά πράγματα της χώρας και ουσιαστικά δεν ελέγχεται από την πολιτική εξουσία, κάτι που αντιβαίνει τις πιο ζωτικές ευρωπαϊκές πολιτικές αξίες. Η κυρίαρχη κεμαλική ιδεολογία, θεματοφύλακας της οποίας είναι ο στρατός, είναι υπεράνω οποιασδήποτε αμφισβήτησης και κριτικής, ενώ στην Ευρώπη η αμφισβήτηση, η κριτική και γενικά το δικαίωμα στη διαφορετική πολιτική έκφραση είναι θεμελιώδης αξία. Τα εμπόδια που προκαλεί ο στρατός σε μια εκλεγμένη από το λαό κυβέρνηση η οποία προσπαθεί να εφαρμόσει την πολιτική της, είναι αδιανόητα για τον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό.
Επιπλέον, η Τουρκία στο εσωτερικό της είναι μια χώρα αντιφάσεων. Η διαμάχη κεμαλικών και ισλαμιστών επιδεινώνει αυτές τις αντιφάσεις. Το στρατιωτικό-γραφειοκρατικό κεμαλικό κατεστημένο έρχεται σε σύγκρουση με την παραδοσιακή ανατολίτικη ισλαμική τουρκική κοινωνία. Το ζήτημα της ισλαμικής μαντίλας έχει εξελιχθεί σε κεντρικό σημείο τριβής δύο διαφορετικών κόσμων. Στην πρόσφατη πολιτική κρίση αυτή η διαμάχη έφτασε στο αποκορύφωμά της. Το αποτέλεσμα των εκλογών με τη σαρωτική επικράτηση των μετριοπαθών ισλαμιστών υπό τον Ερντογάν (έναντι του Μπαικάλ, εκπροσώπου του κεμαλικού κατεστημένου) είναι μονάχα ένα ακόμα επεισόδιο αυτής της διαμάχης. Η οριστική επικράτηση της μιας ή της άλλης πλευράς, ή ένας συμβιβασμός μεταξύ τους, μένει να φανεί στο μέλλον.
Άλλο μεγάλο πρόβλημα στην προσέγγιση της Τουρκίας στην Ευρώπη είναι το ζήτημα των μειονοτήτων και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Τουρκία εμμένοντας στο κεμαλικό δόγμα ότι όλοι οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της χώρας είναι Τούρκοι, αρνείται ακόμα και σήμερα να αναγνωρίσει τα δικαιώματα της μεγάλης κουρδικής μειονότητας, ενώ και μειονότητες που προστατεύονται από διεθνείς συνθήκες, όπως η δική μας στην Πόλη, την Ίμβρο και την Τένεδο, έρχονται αντιμέτωπες καθημερινά με το φάσμα του αφανισμού, αφού έχουν συρρικνωθεί δραματικά εξαιτίας των επαίσχυντων διώξεων του πρόσφατου παρελθόντος. Απόδειξη των θλιβερών πρακτικών του τουρκικού κατεστημένου είναι τα προβλήματα και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που θέτουν σε αμφισβήτηση ακόμα και τη μελλοντική επιβίωσή του. Άλλα θέματα που άπτονται του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία χρήζουν μεταρρύθμισης ώστε η Τουρκία να εναρμονισθεί με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως π.χ. τα βασανιστήρια παραμένουν σε εκκρεμότητα.
Απαράβατος όρος για μια ευρωπαϊκή Τουρκία είναι και η αυτοκριτική που πρέπει να κάνει σε σχέση με το παρελθόν της. Μόνο η αναγνώριση από μεριάς της των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας που διαπράχθηκαν στις αρχές του εικοστού αιώνα, όπως η γενοκτονία των Αρμενίων και των Ποντίων, μπορούν να την καταστήσουν μια πραγματικά δημοκρατική ευρωπαϊκή χώρα. Αν η Τουρκία δεν ακολουθήσει το παράδειγμα της Γερμανίας στην παραδοχή των λαθών του παρελθόντος, δύσκολα θα μπορέσει να συμβαδίσει με τη σύγχρονη Ευρώπη.
Φυσικά, εφόσον η Τουρκία θέλει να γίνει δεκτή στους κόλπους της ευρωπαϊκής οικογένειας θα πρέπει να παραιτηθεί πρώτα από την αδιαλλαξία και την επεκτατική διάθεση που επιδεικνύει έναντι των γειτόνων της. Το βασικό θύμα, μάλιστα, της τουρκικής επεκτατικότητας, η μαρτυρική Κύπρος, αποτελεί πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, τα συνεχή προβλήματα που προκαλεί στις διμερείς σχέσεις της με την Ελλάδα, ειδικά στο Αιγαίο, δεν βοηθούν στην εμπέδωση ενός κλίματος καλής γειτονίας, κάτι που είναι απαραίτητος όρος για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, από τη στιγμή που η χώρα μας είναι από τους πιο παλιούς Ευρωπαίους εταίρους.
Η χώρα μας ύστερα από πολλές αμφιταλαντεύσεις έχει αποφασίσει να υποστηρίξει ή τουλάχιστον να μην σταθεί εμπόδιο στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, αρκεί εκείνη να προσαρμοστεί αυστηρά στα ευρωπαϊκά δεδομένα, να εκδημοκρατίσει το πολίτευμά της και την κοινωνία της και να σέβεται τις αρχές του διεθνούς δικαίου. Σύμφωνα με αυτήν τη λογική, μια ευρωπαϊκή Τουρκία θα σταματήσει να είναι ο προβληματικός γείτονας, όπως μας έχει συνηθίσει μέχρι σήμερα, παράλληλα δε, θα ανοίξει ο δρόμος για την επίλυση τόσο των ελληνοτουρκικών, όσο και του κυπριακού. Από την άλλη πλευρά σε περίπτωση που η Τουρκία δεν γίνει αποδεκτή στην χορεία των ευρωπαϊκών εθνών, κάτι που είναι εξαιρετικά πιθανό με τις τωρινές συνθήκες, η χώρα μας δεν θα θεωρηθεί ως υπεύθυνη για μια τέτοια εξέλιξη από την Τουρκία, αποφεύγοντας τα όποια αντίποινα από τουρκικής πλευράς. Η ορθότητα αυτής της πολιτικής που έχει υιοθετηθεί από την χώρα μας θα κριθεί στην πράξη από τις μελλοντικές εξελίξεις.
Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ανεξάρτητα από το εαν συμφέρει πραγματικά τη χώρα μας να εισέλθει η Τουρκία στην ενωμένη Ευρώπη, (κάτι που σηκώνει πολύ μεγάλη συζήτηση) όπως έχουν τα πράγματα σήμερα μια τέτοια προοπτική είναι εξαιρετικά αμφίβολη. Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη παραμένει σταθερά αντίθετη σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ενώ και οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν φαίνονται διατεθειμένες να ρισκάρουν σε ένα τέτοιο στοίχημα. Παρά το δέλεαρ της εισόδου στην κοινή αγορά ενός πληθυσμού πολλών εκατομμυρίων πολιτών, οι Ευρωπαίοι δεν φαίνονται διατεθειμένοι να επωμιστούν το βάρος της στήριξης μιας ακόμα αναπτυσσόμενης οικονομίας, κάνοντας παράλληλα και εκπτώσεις στο πεδίο των κοινών ευρωπαϊκών αξιών και αρχών. Ακόμα, όμως, και αν η Τουρκία καταφέρει να μπει σταθερά σε ευρωπαϊκή τροχιά δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι η τελική ένταξή της θα είναι μια εξαιρετικά χρονοβόρα διαδικασία. Μια τέτοια εξέλιξη προσφέρει αρκετές ευκαιρίες εκμετάλλευσης από την δική μας πλευρά, δίνοντάς μας το δικαίωμα να προβάλλουμε τα δίκαιά μας και κυρίως τη δικαίωση της ιστορικής μας μνήμης. Αν η Τουρκία θέλει πραγματικά να γίνει κομμάτι της Ευρώπης, θα πρέπει να δώσει σοβαρές εξετάσεις στις οποίες εμείς πρέπει να είμαστε έτοιμοι να θέσουμε τα δικά μας ερωτήματα. Είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να σπαταλήσουμε.