Μία στέγη για την προσφυγική μνήμη της πόλης Θεσσαλονίκης |
της Ευδοξίας Καλπατσινίδου
Η παρουσία της εμπειρίας του προσφυγικού ελληνισμού στα μεγάλα μουσεία της χώρας είναι περιορισμένη. Τα προσφυγικά κειμήλια εκτίθενται σε αυτά είτε ως θρησκευτική τέχνη, είτε ως αντικείμενα λατρείας ή λαογραφίας, χωρίς η έννοια του προσφυγικού κειμηλίου, του τραύματος, της μνήμης, της γενοκτονίας και πολιτιστικής γενοκτονίας να προβάλλονται επαρκώς. Σε επίπεδο περιοδικών εκθέσεων, γίνονται κατά καιρούς αναφορές σε επεισόδια της προσφυγικής ιστορίας, δεν είναι όμως αρκετά σε σχέση με το τι σήμανε για την χώρα και την ιστορία της η έλευση των προσφύγων.
Το αποτέλεσμα είναι η Θεσσαλονίκη, η πόλη που δέχθηκε τόσο μεγάλο αριθμό προσφύγων, να μην μνημονεύει επίσημα και πολιτειακά την εμπειρία του ελληνισμού της Ανατολής, τόσο στις πατρογονικές του εστίες, όσο και στη συνέχεια στην Ελλάδα σε περιβάλλον μόνιμης κτιριακής δομής. Τα υπάρχοντα στην πόλη πολύτιμα για την προσφορά τους μουσεία με προσφυγικό ενδιαφέρον, όπως το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού της Μητροπόλεως Νεαπόλεως &
Σταυρουπόλεως, το Μουσείο Μέριμνας Ποντίων Κυριών αλλά και περιοδικές εκθέσεις, όπως του Καθηγητή Κωνσταντίνου Φωτιάδη «Πόντος, Δικαίωμα και Υποχρέωση στη Μνήμη» μπορούν να λειτουργήσουν ως η θετική εμπειρία στην οποία μπορεί να στηριχθεί ένα εμβληματικό και πολιτειακώς εκπορευόμενο μουσείο με θέση στον πανελλήνιο πολιτιστικό χάρτη.
Η αρχή έγινε τον Μάρτιο του 2017, όταν ο πρώην Πρωθυπουργός, κ. Αλέξης Τσίπρας εξήγγειλε τη δημιουργία του μουσείου κατά την τελετή παράδοσης του πρώην Στρατοπέδου Παύλου Μελά στον ομώνυμο Δήμο. Εν συνεχεία εκδίδεται σχετικός νόμος (Αρ. 51 του Ν. 4465/21017, όπως τροποποιήθηκε από το αρ. 118 του Ν. 4488/2017) και υπογράφεται η σχετική Σύμβαση μεταξύ Δήμου και Τ.ΕΘ.Α, σύμφωνα με την οποία παραχωρείται η χρήση του π. Στρατοπέδου για 99 χρόνια στον Δήμο με αντάλλαγμα την κυριότητα 83 διαμερισμάτων του Δήμου προς το Τ.ΕΘ.Α.
Το Στρατηγικό Σχέδιο Ανάπλασης προέβλεπε να εγκατασταθούν το Μουσείο Ποντιακού και Μικρασιατικού Ελληνισμού και το Μουσείο Εθνικής Αντίστασης στο ισόγειο των κτιρίων Α2 και Α3 (κτίρια στρατωνισμού, το πρώτο με μέτωπο στην Λαγκαδά και το δεύτερο πίσω και κάθετα στο πρώτο, σχηματίζοντας γωνία), ενώ στους ορόφους των κτισμάτων υπηρεσίες του. Δύο χρόνια μετά φάνηκε ότι το κτίριο των φυλακών είναι αυτό που θα στεγάσει το εν λόγω μουσείο, χωρίς όμως η μέχρι τότε εξασφαλισμένη χρηματοδότηση για το Μητροπολιτικό Πάρκο να αφορά αμιγώς το μουσείο.
Είναι η ώρα λοιπόν να βάλουμε μπροστά για την υλοποίηση του μουσείου με γνώμονα την προστασία της υλικής προσφυγικής κληρονομιάς, την διατήρηση, ανάδειξη αλλά κυρίως τη διάσωση, καταγραφή και τεκμηρίωση όσων περισσότερων προσφυγικών κειμηλίων μπορούν να συγκεντρωθούν και να εκτεθούν. Ένα μουσείο σε σύμπλευση με τις κοινωνικές ανάγκες, τις ανάγκες των επισκεπτών και κυρίως των παιδιών, με σκοπό τη βιωματική μάθηση και την παραδειγματική μνήμη, όπου ο επισκέπτης θα βιώνει, θα κατανοεί, θα αλληλεπιδρά. Θα πρέπει συνεπώς η ομάδα που θα αναλάβει να καταρτίσει μελέτη και σχεδιασμό να γνωρίζει το όραμα των φορέων υλοποίησης, το σχετικό νομικό καθεστώς του Μουσείου και των εκθεμάτων του και κυρίως με ποιους όρους θα μπορέσει να βρει τα εκθέματα – προσφυγικά κειμήλια προκειμένου να συγκροτήσει το μουσειολογικό αφήγημα που επιθυμεί. Το ειλικρινές ενδιαφέρον των φορέων, θεσμικών εταίρων, ακαδημαϊκών, σωματείων και λοιπών ενδιαφερομένων πρέπει να μετουσιωθεί σε δράση, υποστήριξη και συνδρομή ώστε οι προσπάθειες να ενταθούν και το εγχείρημα να στεφθεί με επιτυχία.
* Η Ευδοξία Καλπατσινίδου είναι Δικηγόρος με σπουδές στην Αρχαιολογία, τη Μουσειολογία και τη Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων.
Πηγή: Karfitsa