Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

Η Ιεραποστολική δραστηριότητα των Ρωμαιοκαθολικών στον Πόντο

Η Ιεραποστολική δραστηριότητα των Ρωμαιοκαθολικών στον Πόντο
Η Ιεραποστολική δραστηριότητα των Ρωμαιοκαθολικών στον Πόντο

του Θεοδόση Κυριακίδη*

Το θέμα που πραγματεύεται η μελέτη αφορά την ιεραποστολική δραστηριότητα της Καθολικής Εκκλησίας στον Πόντο. Το συγκεκριμένο ζήτημα αποτελούσε ένα παντελώς άγνωστο κεφάλαιο της ιστορίας του Πόντου, καθώς δεν είχε πραγματοποιηθεί μέχρι τώρα η απαραίτητη αρχειακή έρευνα που θα το ανεδύκνειε.

Πρέπει να σημειωθεί πως η συγκεκριμένη μελέτη βασίστηκε κατά κύριο λόγο στο αρχειακό υλικό, που αφορά την ιεραποστολή και γενικότερα την παρουσία των ρωμαιοκαθολικών στον Πόντο. Συγκεκριμένα, ο κύριος όγκος του υλικού βρίσκεται αποθησαυρισμένος σε αρχειακές συλλογές οργανισμών που έχουν την έδρα τους στη Ρώμη. Σημαντικότερα αρχεία για την παρούσα έρευνα υπήρξαν: το Archivio Segreto Vaticano, το επονομαζόμενο Μυστικό Αρχείο του Βατικανού, στο οποίο εμπεριέχεται οι φάκελλοι του Archivio Delegazione Turchia. Επίσης το Αρχείο της Γραμματείας του Κράτους του Βατικανού όπου υπάρχουν οι φάκελοι με τον τίτλο Segreteria di Stato και Affari Ecclesiastici Straordinari). Παράλληλα, ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η αρχειακή συλλογή του τάγματος των καπουτσίνων που βρίσκεται στο Κολλέγιο του S. Lorenzo da Brindisi στην περιφέρεια της Ρώμης, Archivio Generale dell' Ordine dei Frati Minori Cappuccini. Τέλος η έρευνα ολοκληρώθηκε στα αρχεία της Προπαγάνδας (Congregazione per l’ evangelizzazione dei popoli), και του αρχείου του τάγματος των Ιησουιτών (Archivum Romanum Societatis Iesu).

Θεωρήσαμε απαραίτητο πριν ασχοληθούμε αναλυτικά με την ιεραποστολή στον Πόντο να περιγραφούν δυο σημαντικές παράμετροι. Η πρώτη παράμετρος ήταν να σκιαγραφηθεί εισαγωγικά το ιεραποστολικό κίνημα της Καθολικής Εκκλησίας και η δεύτερη παράμετρος υπήρξε η σκιαγράφηση του πολιτικού πλαισίου μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε  η ιεραποστολή στον Πόντο, καθώς και όλη η σχετική δραστηριότητα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην περιοχή πριν την μόνιμη εγκατάσταση των καπουτσίνων το 1845.

Ρωμαιοκαθολική παρουσία στην Τραπεζούντα εμφανίζεται προς το τέλος του 13ου αιώνα με τη δραστηριοποιήση των ταγμάτων των Δομινικάνων και Φραγκισκανών. Σύμφωνα με τον βρετανό βυζαντινολόγο-ποντιολόγο Antony Bryer τέσσερις είναι οι λόγοι για τους οποίους το Βατικανό επιθυμούσε να αναπτύξει σχέσεις με την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Ο πρώτος είναι η σημαντική γεωγραφική θέση της Τραπεζούντας, η οποία αποτελούσε έναν φυσικό σταθμό για τις καθολικές ιεραποστολές της Περσίας, Γεωργίας και Άπω Ανατολής, που ξεκίνησαν μετά την κατάληψη της Βαγδάτης από τους Μογγόλους το 1258. Ο δεύτερος λόγος είναι οι θρησκευτικές ανάγκες που προέκυψαν για τις λατινικές εμπορικές αποικίες στην Τραπεζούντα των Γενουατών και των Βενετών. Ο τρίτος λόγος είναι ο ηγετικός ρόλος που έπαιξε η Εκκλησία της Τραπεζούντας στις ενωτικές συζητήσεις που οδήγησαν στην Ένωση της Φλωρεντίας το 1439. Τέλος, ένας τέταρτος λόγος ήταν ο σημαντικός ρόλος που θα μπορούσε να παίξει η Τραπεζούντα ως σύμμαχος της Ρώμης εναντίον των Τούρκων.

Στο Α΄ μέρος της μελέτης εξετάζεται η ιστορία και η ανάπτυξη της ρωμαιοκαθολικής ιεραποστολής στον Πόντο. Ο διαχωρισμός των επιμέρους κεφαλαίων κρίθηκε σκόπιμο να γίνει συνδυάζοντας τις τομές της πολιτικής ιστορίας της οθωμανικής αυτοκρατορίας με την περίοδο του εκάστοτε προϊσταμένου της ιεραποστολής. Ένας απόλυτος διαχωρισμός δεν είναι εφικτός, αφού μια περίοδος συμπεριλαμβάνει ζητήματα που απασχόλησαν την επόμενη ή την προηγούμενη. Ο ρόλος όμως των προϊσταμένων υπήρξε καταλυτικός και υπογράμμιζαν την αλλαγή της εποχής στην ιεραποστολή.

Στο Β΄ μέρος εξετάζεται θεματικά η παρουσία των ιεραποστόλων στον Πόντο, όπως είναι η προσφορά και η φιλανθρωπία, η οποία συνίστασται μεταξύ άλλων στην παροχή εκπαίδευσης, ιατρικής περίθαλψης και φροντίδας των ορφανών.  Ενδεικτικό της άγνοιας που υπήρχε για το υπό πραγμάτευση ζήτημα της ιεραποστολής είναι και το γεγονός πως στις ελάχιστες ελληνόφωνες αναφορές στους καθολικούς ιεραποστόλους, δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στα διαφορετικά τάγματα που έδρασαν στην περιοχή, αλλά αναφέρονται με μια κοινή ονομασία, π..χ. μισσιονάριοι, καθολικοί, λατίνοι, φράγκοι, παπικοί, κλπ. Στη συνέχεια εξετάζονται τα διαφορετικά τάγματα που έδρασαν στην περιοχή, αλλά και ο έντονος ανταγωνισμός που αναπτύχθηκε ανάμεσα στα έθνη (κυρίως Γαλλία, Ιταλία και Αυστρία) για το προβάδισμα στο ιεραποστολικό πεδίο. Δεδομένου ότι τα τάγματα προέρχονταν από διαφορετικά έθνη αποτελούσαν, (άθελα τους είναι αλήθεια τις περισσότερες φορές) εργαλείο πολιτικής προπαγάδας. Η συνεργασία αλλά και ο ανταγωνισμός που αναπτύχθηκε ανάμεσα τους διαμόρφωσε το ιεραποστολικό πεδίο στον Πόντο από τη δεκαετία του 1880 και έπειτα. Χαρακτηριστικό της έντασης, του ανταγωνισμού μεταξύ των γαλλικών ταγμάτων των Ιησουιτών, των Μαριανών και των Αδελφών των Χριστιανικών Σχολείων με το ιταλικό τάγμα των Καπουτσίνων είναι και το γεγονός πως το μεγαλύτερο μέρος των πληροφοριών των Αρχείων, που αναφέρονται στα υπόλοιπα τάγματα, αφορά ακριβώς αυτόν τον ανταγωνισμό.

Στα επόμενα κεφάλαια εξετάζεται η νομική θέση των μη μουσουλμάνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς και η αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Υψηλής Πύλης στη Ρωμαιοκαθολική ιεραποστολική δραστηριότητα. Ο κάθε φορέας είχε τους δικούς του λόγους, ώστε να θεωρεί ανεπιθύμητη μια καθολική ιεραποστολή. Τα μέτρα που έλαβε το Πατριαρχείο για να προφυλάξει το ποίμνιο του και τα αντίστοιχα μέτρα της Οθωμανικής κυβέρνησης για να μειώσει την επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας εξετάζονται στα επιμέρους κεφάλαια.

Στο τελευταίο κεφάλαιο εξετάζονται οι συνέπειες της ιεραποστολικής δραστηριότητας στις διάφορες εθνότητες της Αυτοκρατορίας. Ο αντίκτυπος δηλαδή που είχε στους Έλληνες, τους Αρμένιους, τους Εβραίους, αλλά και τους μουσουλμάνους.

Συμπερασματικά για τη μελέτη και έρευνα του συγκεκριμένου θέματος μπορούμε να καταλήξουμε στα εξής:

Το ζήτημα της Ρωμαιοκαθολικής παρουσίας στον Πόντο και ιδιαίτερα το ιεραποστολικό έργο, το οποίο αναπτύχθηκε στην περιοχή, αποτελούσε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και παράλληλα σχεδόν εντελώς άγνωστο κεφάλαιο της νεότερης ιστορίας της περιοχής. Με τη συστηματική μελέτη του πλούσιου αρχειακού υλικού καταβλήθηκε προσπάθεια ν’αναδειχθεί το συγκεκριμένο ζήτημα, φωτίζοντας τη δράση των ιεραποστολικών ταγμάτων που εργάστηκαν στον Πόντο, αλλά ιδιαίτερα να υπογραμμιστεί το διαχρονικό ενδιαφέρον του Βατικανού για τη συγκεκριμένη περιοχή. Πράγματι φαίνεται ότι η Τραπεζούντα ουδέποτε απομακρύνθηκε από το ευρύτερο ενδιαφέρον της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, τόσο κατά την περίοδο της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών (1204-1461), όσο και κατά τους επόμενους αιώνες, αφού εκτός των άλλων, αποτελούσε τη χερσαία δίοδο προς τον Καύκασο και την Άπω Ανατολή. Οι σχέσεις που προσπάθησε να καλλιεργήσει το Βατικανό με την Τραπεζούντα, αποτυπώνονται τόσο στην ανταλλαγή επιστολών, ιδιαίτερα την περίοδο της σύγκλησης της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας, όσο και στην επιρροή που άσκησε στους ιεράρχες της ποντιακής ενδοχώρας, καταφέρνοντας μάλιστα να προσεταιριστεί δυο μητροπολίτες Τραπεζούντας των αρχών του 17ου αιώνα, τον Ιγνάτιο Μενδόνη και τον Κύριλλο Σπουδαίο. 

Η συστηματική ιεραποστολική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, συνδέεται με την παράλληλη αναγέννηση του ιεραποστολικού κινήματος στη Δύση, η οποία και έδωσε ώθηση στα διάφορα ιεραποστολικά τάγματα και μεταξύ αυτών, σε εκείνο των καπουκίνων που δραστηριοποιήθηκε στον Πόντο. Οι ιεραπόστολοι κατάφεραν να προσεγγίσουν τον γηγενή πληθυσμό, κυρίως τους Αρμενίους, αναπτύσσοντας ένα εκτεταμένο εκπαιδευτικό, φιλανθρωπικό και ποιμαντικό έργο. Εκτός από το έργο αυτό των ιεραποστόλων υπήρξαν και εσωτερικοί παράγοντες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που ευνόησαν την ανάπτυξη της ιεραποστολικής δράσης. Ιδιαίτερα στη Μικρά Ασία οι απομονωμένοι υπήκοοι έβλεπαν στους ιεραποστόλους την ευκαιρία μιας καλής εκπαίδευσης και της βελτίωσης του βιωτικού τους επιπέδου. Επιπλέον ο μεταρρυθμιστικός αέρας που έπνεε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τον 19ο αιώνα και οι πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων για προστασία του χριστιανικού στοιχείου που βρισκόταν στην επικράτεια της, άλλαξαν ριζικά τη θέση των χριστιανών και την ιεραποστολική δυναμική που είχε αναπτυχθεί. 

Τα κυριότερα προβλήματα που κλήθηκαν ν’ αντιμετωπίσουν οι ιεραπόστολοι ήταν η εχθρική αντιμετώπιση των ετεροδόξων, κυρίως των Ελλήνων, η αντιμετώπιση των οθωμανικών αρχών, αλλά και ο ανταγωνισμός που αναπτύχθηκε μεταξύ των διαφόρων καθολικών κρατών από τη δεκαετία του 1880 και έπειτα. Ο συγκεκριμένος ανταγωνισμός στην καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία γίνεται ευκολότερα κατανοητός, αν συνδυαστεί με τις πολιτικές επιδιώξεις των εμπλεκομένων κρατών, όπως η Γαλλία, η Ιταλία, αλλά και η Αυστρία στην ευρύτερη περιοχή.

Από την άλλη πλευρά, παρά τις ευνοϊκές μεταρρυθμίσεις της περιόδου του Τανζιμάτ, η ιεραποστολική δραστηριότητα εμπόδιζε το σχέδιο της οθωμανοποίησης των υπηκόων της Αυτοκρατορίας και συνεπώς βρισκόταν σε αντίθεση με τους σχεδιασμούς της Υψηλής Πύλης. Κατά συνέπεια οι οθωμανικές αρχές προσπάθησαν να περιορίσουν τη δράση των ιεραποστόλων, όπου αυτό ήταν εφικτό, είτε με την έκδοση αυστηρών κανονισμών και απαγορεύσεων, είτε με την καθυστέρηση της χορήγησης των απαιτούμενων φιρμανιών για το χτίσιμο ή την ανακατασκευή εκκλησιών και σχολείων.

Η ιεραποστολή των καπουκίνων στον Πόντο από τη σύσταση της το 1845 και εξής ακολούθησε μια πορεία δημιουργικής επέκτασης και σε σύντομο χρονικό διάστημα απλώθηκε στο εσωτερικό και κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας. Οι συνεχείς όμως ελλείψεις προσωπικού, η οικονομική δυσπραγία, οι διάφορες ατασθαλίες, αλλά και τα πολιτικά γεγονότα, με αποκορύφωμα το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου επέδρασαν αρνητικά και καταλυτικά στην παρουσία του καθολικού στοιχείου στον Πόντο. Τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά και αργότερα με τον Μουσταφά Κεμάλ και την εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, εκμηδένισαν σχεδόν κάθε ελπίδα σταθερής και ακμαίας παρουσίας των ρωμαιοκαθολικών στην τουρκική επικράτεια. Σταδιακά η ρωμαιοκαθολική κοινότητα και ιεραποστολή άρχισε να φθίνει και να συρρικνώνεται, φθάνοντας σχεδόν μέχρι την ολοκληρωτική εξάλειψη της, κατάσταση η οποία ανταποκρίνεται εν πολλοίς και στην σημερινή πραγματικότητα.

Ο Θεοδόσης Κυριακίδης είναι Δρ Νεώτερης Ιστορίας και Επιστημονικός συνεργάτης στην Έδρα Ποντιακών Σπουδών. Το νέο του βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σταμούλη

Σχετικά θέματα