|
«Για να αναγνωριστεί η Γενοκτονία διεθνώς χρειάζεται δουλειά από την πλευρά μας κι όχι συνθήματα και κραυγές» |
«Σέρρα» όπως ο ομώνυμος ποντιακός χορός τιτλοφορείται το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Καλπούζου και πραγματεύεται τον βαθύ πόνο των Ποντίων αλλά και όλου του Ελληνισμού για την γενοκτονία των Ποντίων, που οργανώθηκε και εκτελέστηκε επιμελώς από το κίνημα των Νεοτούρκων και την οποία ολοκλήρωσε ο κεμαλικός στρατός. Ένα βιβλίο με μια μυθιστορία που εντάσσεται αρμονικά στα πλούσια αλλά τραγικά ιστορικά γεγονότα δίνοντας τις απαραίτητες παράλληλες προεκτάσεις ξεκινώντας από την πρώτη μεγάλη γενοκτονία του 20ου αιώνα, τη γενοκτονία των Αρμενίων που είχε ενάμιση εκατομμύριο νεκρούς. Είναι ευλογία να διαβάζουμε τέτοια μυθιστορήματα που γυρίζουν την μνήμη μας στις ρίζες μας και μας θυμίζουν ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε, όχι για άλλο λόγο, αλλά κυρίως για να μην επιτρέψουμε να ξανασυμβούν τέτοιες συμφορές.
Κύριε Καλπούζο το βιβλίο σας πρέπει να απαίτησε μεγάλη και σε βάθος έρευνα. Πείτε μας γι’ αυτό, καθώς και οι αναγνώστες θέλουν να γίνονται κοινωνοί της κοπιώδους διαδικασίας ενός μυθιστορήματος βασισμένου στην ιστορία.
Το πρώτο έναυσμα δόθηκε μέσω της αδελφής μου, η οποία γνώριζε το ενδιαφέρον μου για τον ελληνισμό στα απόμακρα σημεία του και με έφερε σε επαφή το 2012 με πρόσφυγες Ποντίους του χωριού Βίγλα της Άρτας. Ξεκίνησα έτσι να καταγράφω περιστασιακά μαρτυρίες και στη συνέχεια να λαβαίνω κι άλλες από πρόσφυγες δεύτερης γενιάς στην Αθήνα. Όσο πλήθαιναν οι μαρτυρίες που συγκέντρωνα, τόσο έμπαινα και πιο βαθιά στα μυθικά χώματα του Πόντου, στην ιστορία του, στους πόθους, στα όνειρα και στα δεινά που υπέστησαν οι Έλληνες κάτοικοί του. Οι μαρτυρίες με οδήγησαν το 2014 σε ευρύτερη έρευνα, όταν πια είχα αποφασίσει να γράψω το “σέρρα”. Μελέτησα πλήθος βιβλίων, περιηγητών, ιστορικά, λαογραφικά, αρχιτεκτονικής, ενδυματολογίας, θρησκευτικά και πολλά άλλα, εφημερίδες, απομνημονεύματα, φωτογραφίες, περιοδικά, επισκέφτηκα μουσεία κάθε λογής, επισκέφτηκα και τον Πόντο, και ανέτρεξα σε δεκάδες άλλες πηγές οι οποίες μπορούσα να μου δώσουν στοιχεία για την ανθρωπογεωγραφία και την τοπιογραφία των εποχών που διαδραματίζεται το μυθιστόρημα.
Το βιβλίο, όπως μας επιβεβαιώνετε κι εσείς, έχει ένα απίστευτο σε όγκο πληροφοριακό υλικό. Πόσο χρόνο σας πήρε να το γράψετε και πόση πειθαρχία χρειάστηκε;
Χρειάστηκα δύο χρόνια σκληρής δουλειάς, δέκα, δεκαπέντε, μέχρι και δεκαοκτώ ώρες την ημέρα. Ήμουν κι απολύτως πειθαρχημένος και αφοσιωμένος στον στόχο μου, αν και δεν κατάφερνα να μείνω πάντοτε ανεπηρέαστος από τους εξωγενείς παράγοντες. Αυτή ήταν κι η μεγαλύτερη δυσκολία στην προσπάθεια να κρατήσω την ατμόσφαιρα του κειμένου είτε στο σύνολό του είτε στα επιμέρους κεφάλαια.
Η αγριότητα των γεγονότων και της εποχής σας επηρέαζε ψυχικά και συναισθηματικά κατά τη συγγραφή;
Μάτωσα γράφοντας το “σέρρα”, πόνεσα, αγρίεψα, φοβήθηκα, μίσησα, βασανίστηκα, αλλά συγχρόνως θαύμασα, αγάπησα, χάρηκα, βίωσα ολόκληρο τον κύκλο των συναισθημάτων. Κι αυτό επειδή υποδύομαι κάθε ρόλο, γίνομαι διαδοχικά και μέσα από ταχύτατες εναλλαγές ο ένας ή ο άλλος μυθοπλαστικός ήρωας. Όμως αυτά τα συναισθήματα είναι δημιουργικά για τη γραφή, σε αντίθεση με τα τρέχοντα ζητήματα της καθημερινότητας ή της γενικότερης κατάστασης της χώρας μας τα οποία ενίοτε κατέστρεφαν την ατμόσφαιρα που απαιτούσε το συγκεκριμένο κείμενο.
Πώς βυθιστήκατε στις ψυχές των ηρώων σας; Πώς καταφέρατε να λειτουργήσει αυτή η βύθιση;
Η επίπονη και επίμονη έρευνα με μετέφερε σε εκείνα τα χρόνια. Διήθησα μέσα μου τις πληροφορίες και τα στοιχεία που συγκέντρωσα, τα αφομοίωσα, και κατά την ώρα της γραφής ενέταξα μέρος αυτών στη μυθοπλασία εν είδει βιωματικής εναπόθεσης, σαν να ζούσα ο ίδιος τα πάθη, τους πόθους και τα δεινά των μυθοπλαστικών ηρώων και ολόκληρου του Ελληνισμού του Πόντου. Να κινούμαι μαζί τους στους δρόμους, να μπαίνω στα σπίτια, να ζω με τους αντάρτες στους ορεινούς όγκους, να συζητώ στους καφενέδες, να συμμετέχω στα γλέντια και στις χοροεσπερίδες, να μοιράζομαι τις σκέψεις, τα όνειρα, τους φόβους και τις αγωνίες τους. Έκτισα και με υλικά της τότε εποχής τους χαρακτήρες, είτε πρωταγωνιστές είτε δευτεραγωνιστές, και από ένα σημείο κι έπειτα με καθοδηγούσαν οι ίδιοι. Βεβαίως δεν περιορίστηκα μόνο στη μελέτη των ηθών και σε ό,τι συνέθετε τη ζωή της περιόδου κατά την οποία εξελίσσεται το μυθιστόρημα. Απαιτήθηκε και η καταβύθιση στη γενικότερη ψυχογραφία της ανθρώπινης ύπαρξης, μια και ελάχιστα έχουν αλλάξει οι ποικίλες εκφάνσεις της ψυχής από τότε μέχρι σήμερα.
Στους ήρωές σας προβάλλετε στοιχεία του χαρακτήρα σας; Ο Γαληνός έχει στοιχεία δικά σας;
Αποφεύγω επιμελώς να κτίζω με δικά μου χαρακτηριστικά τους ήρωές μου. Ωστόσο εισχωρούν σε κάποιους ως κοσμοθεωρία τα οράματά μου ή όσα θα επιθυμούσα να κατακτήσω και θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να πασχίζουν να κατακτήσουν κι όλοι οι άνθρωποι. Για παράδειγμα η στωικότητα, η οποία χαρακτηρίζει τον Γαληνό ή και, με έναν διαφορετικό τρόπο, τον παππού Ισμαήλ στο Ιμαρέτ. Επίσης, η άποψή μου ότι ο καθένας μας οφείλει πρωτίστως να στοχάζεται. Εάν οι άνθρωποι στοχάζονταν, θα είχαμε μια καλύτερη κοινωνία.
Μιλήστε μας για τη λογοτεχνική αποτύπωση της γυναίκας στα βιβλία σας. Έχω την αίσθηση ότι δείχνετε αγάπη ιδιαίτερη στη γυναίκα στα βιβλία σας, νομίζω τη θεωρείτε συχνά θύμα της φαλλοκρατικής κοινωνίας.
Παρουσιάζω στα βιβλία μου τη γυναίκα όπως ήταν σε κάθε εποχή. Την κοινωνική της θέση, τον ρόλο που της καθόριζε το ανδροκρατούμενο σύστημα και πόσο την έχει αδικήσει, τις αρετές και τις αδυναμίες της. Για μένα η γυναίκα είναι ο υπέρτατος γλυκασμός της ζωής, καθώς ταυτίζεται με την πεμπτουσία του έρωτα και ταυτόχρονα με την πλέον άδολη αγάπη, τη μητρική. Η μάνα, η αδελφή και η αγαπημένη ορθώνονται στην ψυχή μου ως ύψιστα σύμβολα και δώρα της ύπαρξής μας. Συνάμα η γυναίκα, σκορπώντας παντού το θηλυκό άρωμα της ζωής, ομορφαίνει και προσδίδει αρμονία στο άγριο ένστικτο του κυνηγού που διακατέχει, τουλάχιστον εν δυνάμει, τον άντρα.
Ο χορός Σέρρα των Ποντίων λογοτεχνικά αποτυπώνεται εξαιρετικά στο βιβλίο σας με όλες τις αντίστοιχες διακυμάνσεις. Θέλετε να μας μιλήσετε γι’ αυτήν την συνυποδήλωση;
Η Σέρρα αναπαριστά πολεμικά τεχνάσματα, όπως επίθεση, άμυνα, παραφύλαξη, απειλή, οπισθοχώρηση, ελιγμό, κάλυψη και λοιπά. Συνάμα, ό,τι συνθέτει τη ζωή του χορευτή, ο οποίος περιέρχεται σε μέθεξη εκτελώντας τα βήματα του χορού. Όλη η ζωή του, παρόν, παρελθόν, όνειρα, λύπες, έρωτες και τόσα άλλα περνούν από μέσα του την ώρα που χορεύει. Όσα περιέχονται στο μυθιστόρημα “σέρρα” είναι σαν να αποτελούν φλόγες και κινήσεις αυτού του χορού. Η μέθεξη έρχεται μέσα από τη γλώσσα, την ατμόσφαιρα του κειμένου και γενικότερα την αναγνωστική ευφορία που υπόσχεται. Ο πόλεμος υφίσταται στο βιβλίο ως πραγματικότητα και ως συμβολισμός. Πόλεμος ξεσπά και στα ενδότερα ορισμένων ηρώων, αλλά και στις σχέσεις τους με τρίτους. Ο έρωτας δίνει συνεχώς το παρών, όπως άλλωστε και στην πραγματική ζωή. Εξάλλου η Σέρρα, ως ο πιο συγκλονιστικός χορός των Ποντίων, ενθυλακώνει την ίδια την ψυχή του Πόντου η οποία απηχεί και στις ψυχές όλων μας. Απηχεί στο πολυσχιδές ταξίδι που γράφει η ζωή, καθώς και στο πολυσχιδές ταξίδι που γράφεται στο εν λόγω βιβλίο για τη ζωή και τον άνθρωπο.
Οι Πόντιοι πώς αποδέχτηκαν αυτό το βιβλίο σας;
Με ενθουσιασμό στη συντριπτική πλειονότητά τους. Νιώθουν περήφανοι για την ιδιαίτερη πατρίδα τους και την αγαπούν με πάθος. Διαβάζοντας, λοιπόν, ένα βιβλίο το οποίο αντιμετωπίζει τον Ελληνισμό του Πόντου μέσα από εμβριθή ιστορική και ανθρωπογεωγραφική έρευνα, με σοβαρότητα, με σεβασμό και με μια μυθοπλασία η οποία αναπλάθει με παραστατικό τρόπο και ζωντανεύει τη ζωή εκείνων των χρόνων και όσα συνέβησαν στους προγόνους τους, ενώ συγχρόνως παίρνει ξεκάθαρη θέση για τη γενοκτονία και για τις διώξεις που υπέστησαν επί Στάλιν, το αγκάλιασαν με θέρμη. Άκρως συγκινητική είναι και η υποδοχή από τους Έλληνες του Πόντου οι οποίοι έζησαν για πολλές δεκαετίες στη Ρωσία ή σε άλλες Δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και ήρθαν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Βεβαίως, ένθερμη είναι και η υποδοχή του “σέρρα” από όλους τους αναγνώστες, καθώς από τη μια μαθαίνουν για την εν πολλοίς άγνωστη σε βάθος ιστορία των Ποντίων και από την άλλη πορεύονται μέσω μιας περιπετειώδους μυθοπλασίας στις ατραπούς της λογοτεχνίας.
Η πρόσφατη αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων από τη Γερμανία πιστεύετε ότι θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο και για την αναγνώριση της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου;
Ενδεχομένως, αλλά για να συμβεί χρειάζεται δουλειά από την πλευρά μας κι όχι συνθήματα και κραυγές. Κοντολογίς πρέπει να μιμηθούμε το παράδειγμα των Εβραίων σε σχέση με το ολοκαύτωμα. Να επιχορηγηθούν έρευνες, πτυχιακές εργασίες, διατριβές γύρω από τη γενοκτονία, καθώς και η διοργάνωση διεθνών επιστημονικών συνεδρίων. Επίσης να προσεγγίσουμε το δημοκρατικό κίνημα στην Τουρκία και να το έχουμε σύμμαχο στην προσπάθειά μας, όπως και να συνεργαστούμε με τους Αρμενίους και τους Ασσυρίους.
Η ιστορία και η ιστορική μνήμη πιστεύετε ότι αλλοιώνονται στις μέρες μας που η παγκοσμιοποίηση και η πολυπολιτισμικότητα θεωρούνται δεδομένα της εποχής;
Από μόνη της η πολυπολιτισμικότητα δε λειτουργεί εναντίον της ιστορικής μνήμης. Κάθε λαός κάνει τις επιλογές του και δυστυχώς η πλειονότητα των Ελλήνων δε γνωρίζει παρά μονάχα τη σκόνη της Ιστορίας. Ουδείς μας εμποδίζει να μελετήσουμε. Ωστόσο, άλλες είναι οι προτεραιότητές μας. Σε κάθε περίπτωση οι διαφορετικοί πολιτισμοί μπολιάζουν ο ένας τον άλλον χωρίς να χάνεται κατ” ανάγκην η ταυτότητα τους. Όσο για την παγκοσμιοποίηση εξαρτάται από το πώς ερμηνεύει κανείς τον όρο. Αν δεχτούμε ως παγκοσμιοποίηση την προσπάθεια ομογενοποίησης όλων των πολιτισμών και των λαών με κέντρο την οικονομία και μόνο, τότε σαφέστατα και αλλοιώνει την ιστορική μνήμη. Πέραν αυτού, η παγκοσμιοποίηση και η πολυπολιτισμικότητα μετατρέπονται αναμφίβολα σε κακό σπόρο όταν βρίσκουν “γόνιμο έδαφος” μέσα από τη δική μας αδιαφορία και τη μίμηση κάθε υποπολιτισμικού και αισθητικά ευτελούς προϊόντος.